- χωρονομικός
- χωρο-νομικός, ή, όν, die Verteilung des Landes betreffend, z. B. νόμος, lex agraria
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χωρονομικός — ή, ό / χωρονομικός, ή, όν, ΝΑ [χωρονομῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανομή τών γαιών μιας χώρας αρχ. φρ. «χωρονομικὸς νόμος» ο κληρουχικός νόμος (Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
χωρονομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωρονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρονομικόν — χωρονομικός of masc acc sg χωρονομικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)